Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

finìre (ρ.αμτβ.) fiocàggine (θηλ.ουσ)
finìre (ρ. μτβ.) fiocaménte (επίρ.)
finissàggio (ουσ αρσ ) fioccàre (ρ.αμτβ.)
finitézza (θηλ.ουσ) fiòcco (ουσ αρσ )
finìtimo (επίθ.) fioccóso (επίθ.)
finìto (επίθ.) fiochézza (θηλ.ουσ)
finitóre (αρσ. επίθ και ουσ) fiòcina (θηλ.ουσ)
finitrìce (θηλ.ουσ) fiocinàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
finitùra (θηλ.ουσ) fiocinatóre (ουσ αρσ )
finlandése (ουσ αρσ και θηλ.) fiòcine (ουσ αρσ )
finlandése (επίθ.) fiocinière (ουσ αρσ )
Finlàndia (θηλ.ουσ) fiòco (επίθ.)
fìno (αρσ. επίθ και ουσ) fiónda (θηλ.ουσ)
fìno (πρόθ.) fioràia (θηλ.ουσ)
fìno (επίρ.) fioràio (ουσ αρσ )
finocchièlla (θηλ.ουσ) fioràle (επίθ.)
finòcchio (ουσ αρσ ) fioràme (ουσ αρσ )
finóra (επίρ.) fioràto (επίθ.)
fìnta (θηλ.ουσ) fiordalìso (ουσ αρσ )
fintàggine (θηλ.ουσ) fiòrdo (ουσ αρσ )
fintantoché (σύνδ.) fióre (ουσ αρσ )
fintàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) fiorellìno (ουσ αρσ )
fìnto (επίθ.) fiorènte (επίθ.)
finzióne (θηλ.ουσ) fiorentìna (θηλ.ουσ)
fìo (ουσ αρσ ) fiorentineggiàre (ρ.αμτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: