Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fiòco  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈfjɔko]

1 αμυδρός
2 βραχνός
3 βραχνιασμένος
4 αδύναμος
5 αδύνατος
6 ασθενής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fiociniere fionda  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fiocina (θηλ.ουσ)
fiocinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fiocinatore (ουσ αρσ )
fiocine (ουσ αρσ )
fiociniere (ουσ αρσ )
fioco (επίθ.)
fionda (θηλ.ουσ)
fioraia (θηλ.ουσ)
fioraio (ουσ αρσ )
fiorale (επίθ.)
fiorame (ουσ αρσ )
fiorato (επίθ.)
fiordaliso (ουσ αρσ )
fiordo (ουσ αρσ )
fiore (ουσ αρσ )
fiorellino (ουσ αρσ )
fiorente (επίθ.)
fiorentina (θηλ.ουσ)
fiorentineggiare (ρ.αμτβ.)
fiorentinismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---