Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfiordalìso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [fjordaˈlizo] 1 κρινολούλουδο 2 φυτό centaurea cyanus 3 κρίνο 4 κρίνος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |