Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fiorétta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fjoˈretta]

1 διακόσμηση με παραστάσεις λουλουδιών
2 άνθη
3 λουλούδια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fiorentino fiorettare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fiorentina (θηλ.ουσ)
fiorentineggiare (ρ.αμτβ.)
fiorentinismo (ουσ αρσ )
fiorentino (ουσ αρσ )
fiorentino (επίθ.)
fioretta (θηλ.ουσ)
fiorettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fiorettatura (θηλ.ουσ)
fiorettista (ουσ αρσ και θηλ.)
fioretto (ουσ αρσ )
fiori (ουσ αρσ πληθ.)
fioricoltore (ουσ αρσ )
fioricoltura (θηλ.ουσ)
fioriera (θηλ.ουσ)
fiorifero (επίθ.)
fiorino (ουσ αρσ )
fiorire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fiorista (ουσ αρσ και θηλ.)
fiorita (θηλ.ουσ)
fiorito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---