Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfioricoltóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [fjorikolˈtore] ανθοκόμος (χρησιμοποίησε καλύτερα το floricoltore) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |