Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfiòsso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈfjɔsso] 1 υποστήριγμα τόξου ποδιού 2 στέλεχος 3 αψίδα 4 τόξο αρχιτεκτονικό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |