Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Firènze  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fiˈrɛntse]

η φλωρεντία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fiotto firma  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fiorrancino (ουσ αρσ )
fiorrancio (ουσ αρσ )
fiosso (ουσ αρσ )
fiottare (ρ.αμτβ.)
fiotto (ουσ αρσ )
Firenze (θηλ.ουσ)
firma (θηλ.ουσ)
firmaiolo (ουσ αρσ )
firmamento (ουσ αρσ )
firmare (ρ. μτβ.)
firmatario (αρσ. επίθ και ουσ)
firmato (επίθ.)
fisalia (θηλ.ουσ)
fisarmonica (θηλ.ουσ)
fisarmonicista (ουσ αρσ και θηλ.)
fiscale (επίθ.)
fiscalismo (ουσ αρσ )
fiscalista (ουσ αρσ και θηλ.)
fiscalità (θηλ.ουσ)
fiscalizzare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---