Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


firmatàrio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [firmaˈtarjo]

1 επιδοκιμάζων
2 προσυπογράφων
3 συνδρομητής
4 δεσμευμένος με συνυπογραφή
5 υπογράφων
6 συνυπογράφων
7 συνυπογράψας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  firmare firmato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Firenze (θηλ.ουσ)
firma (θηλ.ουσ)
firmaiolo (ουσ αρσ )
firmamento (ουσ αρσ )
firmare (ρ. μτβ.)
firmatario (αρσ. επίθ και ουσ)
firmato (επίθ.)
fisalia (θηλ.ουσ)
fisarmonica (θηλ.ουσ)
fisarmonicista (ουσ αρσ και θηλ.)
fiscale (επίθ.)
fiscalismo (ουσ αρσ )
fiscalista (ουσ αρσ και θηλ.)
fiscalità (θηλ.ουσ)
fiscalizzare (ρ.αμτβ.)
fiscalizzazione (θηλ.ουσ)
fiscella (θηλ.ουσ)
fischiare (ρ.αμτβ.)
fischiare (ρ. μτβ.)
fischiata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---