Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fiscalìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fiskaˈlizmo]

1 λεπτομερείς μέθοδοι εξέτασης
2 αυστηρότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fiscale fiscalista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

firmato (επίθ.)
fisalia (θηλ.ουσ)
fisarmonica (θηλ.ουσ)
fisarmonicista (ουσ αρσ και θηλ.)
fiscale (επίθ.)
fiscalismo (ουσ αρσ )
fiscalista (ουσ αρσ και θηλ.)
fiscalità (θηλ.ουσ)
fiscalizzare (ρ.αμτβ.)
fiscalizzazione (θηλ.ουσ)
fiscella (θηλ.ουσ)
fischiare (ρ.αμτβ.)
fischiare (ρ. μτβ.)
fischiata (θηλ.ουσ)
fischiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
fischierellare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fischiettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fischiettio (ουσ αρσ )
fischietto (ουσ αρσ )
fischio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---