Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfiscalìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [fiskaˈlizmo] 1 λεπτομερείς μέθοδοι εξέτασης 2 αυστηρότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |