Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fìschio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fisˈkio]

το σφύριγμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fischietto fischione  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


fare un fischio = σφυρίζω


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fischiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
fischierellare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fischiettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fischiettio (ουσ αρσ )
fischietto (ουσ αρσ )
fischio (ουσ αρσ )
fischione (ουσ αρσ )
fisciù (ουσ αρσ )
fisco (ουσ αρσ )
fisica (θηλ.ουσ)
fisicista (ουσ αρσ και θηλ.)
fisico (ουσ αρσ )
fisico (επίθ.)
fisima (θηλ.ουσ)
fisiocinesiterapia (θηλ.ουσ)
fisiocinesiterapista (ουσ αρσ και θηλ.)
fisiocrate (ουσ αρσ και θηλ.)
fisiocratico (επίθ.)
fisiocrazia (θηλ.ουσ)
fisiognomia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---