Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fìsico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfiziko]

1 (studioso) ο/η φυσικός
2 (corpo) η φυσική κατάσταση

fìsico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈfiziko]

φυσικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fisicista fisima  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


νομικά persona [θηλ.] fisica = diritto το φυσικό πρόσωπο || educazione [θηλ.] fisica = η φυσική αγωγή


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fischione (ουσ αρσ )
fisciù (ουσ αρσ )
fisco (ουσ αρσ )
fisica (θηλ.ουσ)
fisicista (ουσ αρσ και θηλ.)
fisico (ουσ αρσ )
fisico (επίθ.)
fisima (θηλ.ουσ)
fisiocinesiterapia (θηλ.ουσ)
fisiocinesiterapista (ουσ αρσ και θηλ.)
fisiocrate (ουσ αρσ και θηλ.)
fisiocratico (επίθ.)
fisiocrazia (θηλ.ουσ)
fisiognomia (θηλ.ουσ)
fisiognomica (θηλ.ουσ)
fisiognomico (επίθ.)
fisiognomo (ουσ αρσ )
fisiografia (θηλ.ουσ)
fisiografo (ουσ αρσ )
fisiologia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---