ItalianoGreco


fìsico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfiziko]

1 (studioso) ο/η φυσικός
2 (corpo) η φυσική κατάσταση

fìsico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈfiziko]

φυσικός (-ή, -ό)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


νομικά persona [θηλ.] fisica = diritto το φυσικό πρόσωπο || educazione [θηλ.] fisica = η φυσική αγωγή



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---