Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfischióne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [fisˈkjone] 1 αγριόπαπια (του γλυκού νερού) 2 νήσσα η πηνελόπη 3 σφυριχτάρι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |