Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fiscèlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fiʃˈʃɛlla]

καλάθι από λυγαριά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fiscalizzazione fischiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fiscalismo (ουσ αρσ )
fiscalista (ουσ αρσ και θηλ.)
fiscalità (θηλ.ουσ)
fiscalizzare (ρ.αμτβ.)
fiscalizzazione (θηλ.ουσ)
fiscella (θηλ.ουσ)
fischiare (ρ.αμτβ.)
fischiare (ρ. μτβ.)
fischiata (θηλ.ουσ)
fischiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
fischierellare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fischiettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fischiettio (ουσ αρσ )
fischietto (ουσ αρσ )
fischio (ουσ αρσ )
fischione (ουσ αρσ )
fisciù (ουσ αρσ )
fisco (ουσ αρσ )
fisica (θηλ.ουσ)
fisicista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---