Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfischiàre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [fisˈkjare] σφυρίζο fischiàre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [fisˈkjare] 1 σφυρίζω 2 (un artista) γιουχάρω permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |