Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fisarmonicìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fizarmoniˈʧista]

μουσικός οργανοπαίκτης φυσαρμόνικας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fisarmonica fiscale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

firmare (ρ. μτβ.)
firmatario (αρσ. επίθ και ουσ)
firmato (επίθ.)
fisalia (θηλ.ουσ)
fisarmonica (θηλ.ουσ)
fisarmonicista (ουσ αρσ και θηλ.)
fiscale (επίθ.)
fiscalismo (ουσ αρσ )
fiscalista (ουσ αρσ και θηλ.)
fiscalità (θηλ.ουσ)
fiscalizzare (ρ.αμτβ.)
fiscalizzazione (θηλ.ουσ)
fiscella (θηλ.ουσ)
fischiare (ρ.αμτβ.)
fischiare (ρ. μτβ.)
fischiata (θηλ.ουσ)
fischiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
fischierellare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fischiettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fischiettio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---