Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfiòtto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈfjɔtto] 1 ρέμα 2 ξεροπόταμος 3 χείμαρρος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |