Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fióre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfjore]

το λουλούδι, το άνθος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fiordo fiorellino  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


a fiori = λουλουδάτος [-η, -ο] || fior [αρσ.] di latte = το ανθόγαλα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fiorale (επίθ.)
fiorame (ουσ αρσ )
fiorato (επίθ.)
fiordaliso (ουσ αρσ )
fiordo (ουσ αρσ )
fiore (ουσ αρσ )
fiorellino (ουσ αρσ )
fiorente (επίθ.)
fiorentina (θηλ.ουσ)
fiorentineggiare (ρ.αμτβ.)
fiorentinismo (ουσ αρσ )
fiorentino (ουσ αρσ )
fiorentino (επίθ.)
fioretta (θηλ.ουσ)
fiorettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fiorettatura (θηλ.ουσ)
fiorettista (ουσ αρσ και θηλ.)
fioretto (ουσ αρσ )
fiori (ουσ αρσ πληθ.)
fioricoltore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---