Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


finlandése  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [finlanˈdese], [finlanˈdese]

1 (persona) ο Φινλανδός (-ή)
2 (lingua) τα φινλανδικά

finlandése  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [finlanˈdese], [finlanˈdese]

φινλανδικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  finitura Finlandia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

finitimo (επίθ.)
finito (επίθ.)
finitore (αρσ. επίθ και ουσ)
finitrice (θηλ.ουσ)
finitura (θηλ.ουσ)
finlandese (ουσ αρσ και θηλ.)
finlandese (επίθ.)
Finlandia (θηλ.ουσ)
fino (αρσ. επίθ και ουσ)
fino (πρόθ.)
fino (επίρ.)
finocchiella (θηλ.ουσ)
finocchio (ουσ αρσ )
finora (επίρ.)
finta (θηλ.ουσ)
fintaggine (θηλ.ουσ)
fintantoché (σύνδ.)
fintare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
finto (επίθ.)
finzione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---