Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfinitóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [finiˈtore] 1 που δίνει τελικό φινίρισμα 2 που ολοκληρώνει 3 που τερματίζει permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |