Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


finitóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [finiˈtore]

1 που δίνει τελικό φινίρισμα
2 που ολοκληρώνει
3 που τερματίζει


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  finito finitrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

finire (ρ. μτβ.)
finissaggio (ουσ αρσ )
finitezza (θηλ.ουσ)
finitimo (επίθ.)
finito (επίθ.)
finitore (αρσ. επίθ και ουσ)
finitrice (θηλ.ουσ)
finitura (θηλ.ουσ)
finlandese (ουσ αρσ και θηλ.)
finlandese (επίθ.)
Finlandia (θηλ.ουσ)
fino (αρσ. επίθ και ουσ)
fino (πρόθ.)
fino (επίρ.)
finocchiella (θηλ.ουσ)
finocchio (ουσ αρσ )
finora (επίρ.)
finta (θηλ.ουσ)
fintaggine (θηλ.ουσ)
fintantoché (σύνδ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---