Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


finìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [fiˈnito]

1 τέλειος
2 φτασμένος
3 εξαιρετικός
4 ανέκκλητος
5 τελειωτικός
6 οριστικός
7 τετελεσμένος
8 καμωμένος
9 ολοκληρωμένος
10 τελειωμένος
11 νέτος
12 συμπληρωμένος
13 έτοιμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  finitimo finitore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

finire (ρ.αμτβ.)
finire (ρ. μτβ.)
finissaggio (ουσ αρσ )
finitezza (θηλ.ουσ)
finitimo (επίθ.)
finito (επίθ.)
finitore (αρσ. επίθ και ουσ)
finitrice (θηλ.ουσ)
finitura (θηλ.ουσ)
finlandese (ουσ αρσ και θηλ.)
finlandese (επίθ.)
Finlandia (θηλ.ουσ)
fino (αρσ. επίθ και ουσ)
fino (πρόθ.)
fino (επίρ.)
finocchiella (θηλ.ουσ)
finocchio (ουσ αρσ )
finora (επίρ.)
finta (θηλ.ουσ)
fintaggine (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---