Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fìno  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfino]

λεπτός (-ή, -ό)

fìno  
πρόθεση

Προσφορά I.P.A.: [ˈfino]

ως, ίσαμε

fìno  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [ˈfino]

1 ως
2 εις
3 τόσο που
4 έως και
5 ακόμη και
6 μέχρι
7 έως


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Finlandia finocchiella  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


(καιρός) fino a = (tempo) μέχρις ότου | (luogo) μέχρι


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

finitrice (θηλ.ουσ)
finitura (θηλ.ουσ)
finlandese (ουσ αρσ και θηλ.)
finlandese (επίθ.)
Finlandia (θηλ.ουσ)
fino (αρσ. επίθ και ουσ)
fino (πρόθ.)
fino (επίρ.)
finocchiella (θηλ.ουσ)
finocchio (ουσ αρσ )
finora (επίρ.)
finta (θηλ.ουσ)
fintaggine (θηλ.ουσ)
fintantoché (σύνδ.)
fintare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
finto (επίθ.)
finzione (θηλ.ουσ)
fio (ουσ αρσ )
fiocaggine (θηλ.ουσ)
fiocamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---