fìno
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈfino]
λεπτός (-ή, -ό)
fìno
πρόθεση
Προσφορά I.P.A.: [ˈfino]
ως, ίσαμε
fìno
επίρρημα
Προσφορά I.P.A.: [ˈfino]
1 ως
2 εις
3 τόσο που
4 έως και
5 ακόμη και
6 μέχρι
7 έως
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈfino]
λεπτός (-ή, -ό)
fìno
πρόθεση
Προσφορά I.P.A.: [ˈfino]
ως, ίσαμε
fìno
επίρρημα
Προσφορά I.P.A.: [ˈfino]
1 ως
2 εις
3 τόσο που
4 έως και
5 ακόμη και
6 μέχρι
7 έως
permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα
(καιρός) fino a = (tempo) μέχρις ότου | (luogo) μέχρι
fino (αρσ. επίθ και ουσ)
fino (πρόθ.)
fino (επίρ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android