Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfio]

1 φέουδο
2 τιμωρία
3 πρόστιμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  finzione fiocaggine  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fintaggine (θηλ.ουσ)
fintantoché (σύνδ.)
fintare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
finto (επίθ.)
finzione (θηλ.ουσ)
fio (ουσ αρσ )
fiocaggine (θηλ.ουσ)
fiocamente (επίρ.)
fioccare (ρ.αμτβ.)
fiocco (ουσ αρσ )
fioccoso (επίθ.)
fiochezza (θηλ.ουσ)
fiocina (θηλ.ουσ)
fiocinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fiocinatore (ουσ αρσ )
fiocine (ουσ αρσ )
fiociniere (ουσ αρσ )
fioco (επίθ.)
fionda (θηλ.ουσ)
fioraia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---