Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fiòcco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfjɔkko]

1 (nastro) ο φιόγκος
2 (neve) η νιφάδα
3 marina ο φλόκος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fioccare fioccoso  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


fiocchi [αρσ. πλυθ.] d'avena = οι νιφάδες [f.] βρώμης


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

finzione (θηλ.ουσ)
fio (ουσ αρσ )
fiocaggine (θηλ.ουσ)
fiocamente (επίρ.)
fioccare (ρ.αμτβ.)
fiocco (ουσ αρσ )
fioccoso (επίθ.)
fiochezza (θηλ.ουσ)
fiocina (θηλ.ουσ)
fiocinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fiocinatore (ουσ αρσ )
fiocine (ουσ αρσ )
fiociniere (ουσ αρσ )
fioco (επίθ.)
fionda (θηλ.ουσ)
fioraia (θηλ.ουσ)
fioraio (ουσ αρσ )
fiorale (επίθ.)
fiorame (ουσ αρσ )
fiorato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---