Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fiochézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [fjoˈkettsa]

1 ανημποριά
2 αμυδρότητα
3 αδυναμία
4 ανεπάρκεια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fioccoso fiocina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fiocaggine (θηλ.ουσ)
fiocamente (επίρ.)
fioccare (ρ.αμτβ.)
fiocco (ουσ αρσ )
fioccoso (επίθ.)
fiochezza (θηλ.ουσ)
fiocina (θηλ.ουσ)
fiocinare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
fiocinatore (ουσ αρσ )
fiocine (ουσ αρσ )
fiociniere (ουσ αρσ )
fioco (επίθ.)
fionda (θηλ.ουσ)
fioraia (θηλ.ουσ)
fioraio (ουσ αρσ )
fiorale (επίθ.)
fiorame (ουσ αρσ )
fiorato (επίθ.)
fiordaliso (ουσ αρσ )
fiordo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---