Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


finocchièlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [finokˈkjɛlla]

1 φυτό γένους osmorhiza
2 σμύρνα (αρωματική ύλη)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fino finocchio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

finlandese (επίθ.)
Finlandia (θηλ.ουσ)
fino (αρσ. επίθ και ουσ)
fino (πρόθ.)
fino (επίρ.)
finocchiella (θηλ.ουσ)
finocchio (ουσ αρσ )
finora (επίρ.)
finta (θηλ.ουσ)
fintaggine (θηλ.ουσ)
fintantoché (σύνδ.)
fintare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
finto (επίθ.)
finzione (θηλ.ουσ)
fio (ουσ αρσ )
fiocaggine (θηλ.ουσ)
fiocamente (επίρ.)
fioccare (ρ.αμτβ.)
fiocco (ουσ αρσ )
fioccoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---