Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

burocraticaménte (επίρ.) bussétto (ουσ αρσ )
burocràtico (επίθ.) bùsso (ουσ αρσ )
burocratìsmo (ουσ αρσ ) bùssola (θηλ.ουσ)
burocratizzàre (ρ. μτβ.) bussolòtto (ουσ αρσ )
burocratizzazióne (θηλ.ουσ) bùsta (θηλ.ουσ)
burocrazìa (θηλ.ουσ) bustàia (θηλ.ουσ)
burràsca (θηλ.ουσ) bustarèlla (θηλ.ουσ)
burrascóso (επίθ.) bustìna (θηλ.ουσ)
burrièra (θηλ.ουσ) bustìno (ουσ αρσ )
burrificàre (ρ. μτβ.) bùsto (ουσ αρσ )
burrificazióne (θηλ.ουσ) butadiène (ουσ αρσ )
burrifìcio (ουσ αρσ ) butàno (ουσ αρσ )
bùrro (ουσ αρσ ) butìle (ουσ αρσ )
burróne (ουσ αρσ ) butilène (ουσ αρσ )
burróso (επίθ.) butìlico (επίθ.)
bus (ουσ αρσ ) butìrrico (επίθ.)
bùsca (θηλ.ουσ) butirróso (επίθ.)
buscàre (ρ. μτβ.) buttafuòri (ουσ αρσ )
buscarsi (ρ.μ. (αντων.)) buttàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
buscheràre (ρ. μτβ.) buttàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
buscheratùra (θηλ.ουσ) buttàta (θηλ.ουσ)
buscherìo (ουσ αρσ ) butteràre (ρ. μτβ.)
bùssa (θηλ.ουσ) butteràto (επίθ.)
bussàre (ρ. μτβ.) butteratùra (θηλ.ουσ)
bussàta (θηλ.ουσ) bùttero (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: