Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

attergàre (ρ. μτβ.) attillàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
attergàto (αρσ. επίθ και ουσ) attillarsi (ρ.μ. (αντων.))
àttero (αρσ. επίθ και ουσ) attillàto (επίθ.)
atterràggio (ουσ αρσ ) attillatùra (θηλ.ουσ)
atterraménto (ουσ αρσ ) àttimo (ουσ αρσ )
atterràre (ρ.αμτβ.) attinènte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
atterrìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) attinènza (θηλ.ουσ)
atterrìrsi (ρ. μ. αμτβ.) attìngere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
attésa (θηλ.ουσ) attìnia (θηλ.ουσ)
attesìsmo (ουσ αρσ ) attinicità (θηλ.ουσ)
attéso (επίθ.) attìnico (επίθ.)
attestàbile (επίθ.) attìnide (ουσ αρσ )
attestàre (ρ. μτβ.) attìnio (ουσ αρσ )
attestàrsi (ρ. μ. αμτβ.) attinometrìa (θηλ.ουσ)
attestàto (ουσ αρσ ) attinomètrico (επίθ.)
attestatùra (θηλ.ουσ) attinòmetro (ουσ αρσ )
attestazióne (θηλ.ουσ) attiràre (ρ. μτβ.)
atticciàto (επίθ.) attirarsi (ρ.μ. (αντων.))
atticìsmo (ουσ αρσ ) attitudinàle (επίθ.)
atticìsta (ουσ αρσ και θηλ.) attitùdine (θηλ.ουσ)
atticizzàre (ρ.αμτβ.) attivaménte (επίρ.)
àttico (ουσ αρσ ) attivànte (επίθ.)
àttico (επίθ.) attivàre (ρ. μτβ.)
attiguità (θηλ.ουσ) attivatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
attìguo (επίθ.) attivazióne (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: