Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

assìduo (επίθ.) assìsa (θηλ.ουσ)
assiemàggio (ουσ αρσ ) assìse (θηλ.ουσ)
assième (επίρ.) assìso (επίθ.)
assiepaménto (ουσ αρσ ) assistentàto (ουσ αρσ )
assiepàre (ρ. μτβ.) assistènte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
assiepàrsi (ρ. μ. αμτβ.) assistènza (θηλ.ουσ)
assillànte (επίθ.) assistenziàle (επίθ.)
assillàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) assistenziàrio (ουσ αρσ )
assìllo (ουσ αρσ ) assìstere (ρ.αμτβ.)
assimilàbile (επίθ.) assìstere (ρ. μτβ.)
assimilabilità (θηλ.ουσ) assistìto (αρσ. επίθ και ουσ)
assimilàre (ρ. μτβ.) assìto (ουσ αρσ )
assimilatìvo (επίθ.) àsso (ουσ αρσ )
assimilatóre (αρσ. επίθ και ουσ) associàbile (επίθ.)
assimilazióne (θηλ.ουσ) associabilità (θηλ.ουσ)
assiòlo (ουσ αρσ ) associàre (ρ. μτβ.)
assiòma (ουσ αρσ ) associàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
assiomàtico (επίθ.) associatìvo (επίθ.)
assiòmetro (ουσ αρσ ) associàto (ουσ αρσ )
Assìria (θηλ.ουσ) associàto (επίθ.)
assiriologìa (θηλ.ουσ) associazióne (θηλ.ουσ)
assiriòlogo (ουσ αρσ ) assodaménto (ουσ αρσ )
assìro (ουσ αρσ ) assodàre (ρ. μτβ.)
assìro (επίθ.) assodàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
assirobabilonése (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) assoggettàbile (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: