Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arcàico (ουσ αρσ ) archimandrìta (ουσ αρσ )
arcàico (επίθ.) archipèndolo (ουσ αρσ )
arcaizzàre (ρ.αμτβ.) archipènzolo (ουσ αρσ )
arcàngelo (ουσ αρσ ) architettàre (ρ. μτβ.)
arcàno (αρσ. επίθ και ουσ) architétto, architètto (ουσ αρσ )
arcaréccio (ουσ αρσ ) architettònico (επίθ.)
arcàta (θηλ.ουσ) architettùra (θηλ.ουσ)
arcàto (επίθ.) architràve (ουσ αρσ )
arcàvolo (ουσ αρσ ) archiviàre (ρ. μτβ.)
archeggiàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) archiviazióne (θηλ.ουσ)
archéggio (ουσ αρσ ) archìvio (ουσ αρσ )
archeologìa (θηλ.ουσ) archivìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
archeològico (επίθ.) archivìstica (θηλ.ουσ)
archeòlogo (ουσ αρσ ) archivìstico (επίθ.)
archeozòico (αρσ. επίθ και ουσ) archivòlto (ουσ αρσ )
archètipo (ουσ αρσ ) arcibasìlica (θηλ.ουσ)
archétto (ουσ αρσ ) arcidiaconàto, arcidiaconàto (ουσ αρσ )
archiacùto (επίθ.) arcidiàcono, arcidiàcono (ουσ αρσ )
archiàtro (ουσ αρσ ) arcidiàvolo (ουσ αρσ )
archibugiàta (θηλ.ουσ) arcidùca (ουσ αρσ )
archibugière (ουσ αρσ ) arciducàle (επίθ.)
archibùgio (ουσ αρσ ) arciducàto (ουσ αρσ )
archiepiscopàle (επίθ.) arciduchéssa (θηλ.ουσ)
archiepiscopo (ουσ αρσ ) arcière (ουσ αρσ )
archiginnàsio (ουσ αρσ ) arcìgno (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: