Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


arcàvolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [arˈkavolo]

1 προπάππους
2 (femminile) προγιαγιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  arcato archeggiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arcangelo (ουσ αρσ )
arcano (αρσ. επίθ και ουσ)
arcareccio (ουσ αρσ )
arcata (θηλ.ουσ)
arcato (επίθ.)
arcavolo (ουσ αρσ )
archeggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
archeggio (ουσ αρσ )
archeologia (θηλ.ουσ)
archeologico (επίθ.)
archeologo (ουσ αρσ )
archeozoico (αρσ. επίθ και ουσ)
archetipo (ουσ αρσ )
archetto (ουσ αρσ )
archiacuto (επίθ.)
archiatro (ουσ αρσ )
archibugiata (θηλ.ουσ)
archibugiere (ουσ αρσ )
archibugio (ουσ αρσ )
archiepiscopale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---