Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόarchibugiàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [arkibuˈʤata] 1 πληγή από αρκεβούζιο 2 βολή με αρκεβούζιο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |