Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


archiginnàsio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [arkiʤinˈnazjo]

όνομα αρχαίων πανεπιστημίων της Ρώμης και της Μπολόνια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  archiepiscopo archimandrita  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

archibugiata (θηλ.ουσ)
archibugiere (ουσ αρσ )
archibugio (ουσ αρσ )
archiepiscopale (επίθ.)
archiepiscopo (ουσ αρσ )
archiginnasio (ουσ αρσ )
archimandrita (ουσ αρσ )
archipendolo (ουσ αρσ )
archipenzolo (ουσ αρσ )
architettare (ρ. μτβ.)
architetto (ουσ αρσ )
architettonico (επίθ.)
architettura (θηλ.ουσ)
architrave (ουσ αρσ )
archiviare (ρ. μτβ.)
archiviazione (θηλ.ουσ)
archivio (ουσ αρσ )
archivista (ουσ αρσ και θηλ.)
archivistica (θηλ.ουσ)
archivistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---