ItalianoGreco


architràve  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [arkiˈtrave]

1 επιστύλιο
2 καλούπι ανοίγματος (πόρτας)
3 υπέρθυρο
4 ανώφλι
5 πρέκι (δοκός σε ανώφλι πόρτας)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---