Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


architétto, architètto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [arkiˈtetto], [arkiˈtɛtto]

ο αρχιτέκτονας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  architettare architettonico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

archiginnasio (ουσ αρσ )
archimandrita (ουσ αρσ )
archipendolo (ουσ αρσ )
archipenzolo (ουσ αρσ )
architettare (ρ. μτβ.)
architetto (ουσ αρσ )
architettonico (επίθ.)
architettura (θηλ.ουσ)
architrave (ουσ αρσ )
archiviare (ρ. μτβ.)
archiviazione (θηλ.ουσ)
archivio (ουσ αρσ )
archivista (ουσ αρσ και θηλ.)
archivistica (θηλ.ουσ)
archivistico (επίθ.)
archivolto (ουσ αρσ )
arcibasilica (θηλ.ουσ)
arcidiaconato (ουσ αρσ )
arcidiacono (ουσ αρσ )
arcidiavolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---