Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


archivìstica  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [arkiˈvistika]

κράτηση αρχείων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  archivista archivistico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

architrave (ουσ αρσ )
archiviare (ρ. μτβ.)
archiviazione (θηλ.ουσ)
archivio (ουσ αρσ )
archivista (ουσ αρσ και θηλ.)
archivistica (θηλ.ουσ)
archivistico (επίθ.)
archivolto (ουσ αρσ )
arcibasilica (θηλ.ουσ)
arcidiaconato (ουσ αρσ )
arcidiacono (ουσ αρσ )
arcidiavolo (ουσ αρσ )
arciduca (ουσ αρσ )
arciducale (επίθ.)
arciducato (ουσ αρσ )
arciduchessa (θηλ.ουσ)
arciere (ουσ αρσ )
arcigno (επίθ.)
arcimilionario (αρσ. επίθ και ουσ)
arcinoto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---