Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


architettàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [arkitetˈtare]

1 προμελετώ
2 προσχεδιάζω
3 σχεδιάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  archipenzolo architetto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

archiepiscopo (ουσ αρσ )
archiginnasio (ουσ αρσ )
archimandrita (ουσ αρσ )
archipendolo (ουσ αρσ )
archipenzolo (ουσ αρσ )
architettare (ρ. μτβ.)
architetto (ουσ αρσ )
architettonico (επίθ.)
architettura (θηλ.ουσ)
architrave (ουσ αρσ )
archiviare (ρ. μτβ.)
archiviazione (θηλ.ουσ)
archivio (ουσ αρσ )
archivista (ουσ αρσ και θηλ.)
archivistica (θηλ.ουσ)
archivistico (επίθ.)
archivolto (ουσ αρσ )
arcibasilica (θηλ.ουσ)
arcidiaconato (ουσ αρσ )
arcidiacono (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---