Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


archiàtro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [arkiˈatro]

αρχίατρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  archiacuto archibugiata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

archeologo (ουσ αρσ )
archeozoico (αρσ. επίθ και ουσ)
archetipo (ουσ αρσ )
archetto (ουσ αρσ )
archiacuto (επίθ.)
archiatro (ουσ αρσ )
archibugiata (θηλ.ουσ)
archibugiere (ουσ αρσ )
archibugio (ουσ αρσ )
archiepiscopale (επίθ.)
archiepiscopo (ουσ αρσ )
archiginnasio (ουσ αρσ )
archimandrita (ουσ αρσ )
archipendolo (ουσ αρσ )
archipenzolo (ουσ αρσ )
architettare (ρ. μτβ.)
architetto (ουσ αρσ )
architettonico (επίθ.)
architettura (θηλ.ουσ)
architrave (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---