ItalianoGreco


arcàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [arˈkata]

1 τοξωτή στοά
2 τοξωτό μακρύ κτίριο
3 τεχνική δοξαριού
4 τοξωτή μακριά γαλαρία
5 αψίδα
6 καμάρα
7 τόξο αρχιτεκτονικό


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---