Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


archeologìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [arkeoloˈʤia]

η αρχαιολογία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  archeggio archeologico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

arcata (θηλ.ουσ)
arcato (επίθ.)
arcavolo (ουσ αρσ )
archeggiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
archeggio (ουσ αρσ )
archeologia (θηλ.ουσ)
archeologico (επίθ.)
archeologo (ουσ αρσ )
archeozoico (αρσ. επίθ και ουσ)
archetipo (ουσ αρσ )
archetto (ουσ αρσ )
archiacuto (επίθ.)
archiatro (ουσ αρσ )
archibugiata (θηλ.ουσ)
archibugiere (ουσ αρσ )
archibugio (ουσ αρσ )
archiepiscopale (επίθ.)
archiepiscopo (ουσ αρσ )
archiginnasio (ουσ αρσ )
archimandrita (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---