Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

approssimàto (επίθ.) appuzzàre (ρ. μτβ.)
approssimazióne (θηλ.ουσ) aprassìa (θηλ.ουσ)
approvàbile (επίθ.) aprìbile (επίθ.)
approvàre (ρ. μτβ.) apribócca (ουσ αρσ )
approvazióne (θηλ.ουσ) apribottìglie (ουσ αρσ )
approvvigionaménto (ουσ αρσ ) aprìco (επίθ.)
approvvigionàre (ρ. μτβ.) aprìle (ουσ αρσ )
approvvigionàrsi (ρ. μ. αμτβ.) apriorìstico (επίθ.)
approvvigionatóre (ουσ αρσ ) apripìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
appruaménto (ουσ αρσ ) aprìre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
appruàre (ρ. μτβ.) aprìrsi (ρ. μ. αμτβ.)
appruarsi (ρ.μ. (αντων.)) apriscàtole (ουσ αρσ )
appuntalàpis (ουσ αρσ ) àptero (αρσ. επίθ και ουσ)
appuntaménto (ουσ αρσ ) àquila (θηλ.ουσ)
appuntàre (ρ. μτβ.) aquilìno (αρσ. επίθ και ουσ)
appuntàrsi (ρ. μ. αμτβ.) aquilóne (ουσ αρσ )
appuntàto (ουσ αρσ ) aquilòtto (ουσ αρσ )
appuntellàre (ρ. μτβ.) àra (θηλ.ουσ)
appuntìno (επίρ.) arabescàre (ρ. μτβ.)
appuntìre (ρ. μτβ.) arabescàto (αρσ. επίθ και ουσ)
appuntìto (επίθ.) arabésco (αρσ. επίθ και ουσ)
appùnto (ουσ αρσ ) Aràbia (θηλ.ουσ)
appùnto (επίρ.) aràbico (αρσ. επίθ και ουσ)
appuraménto (ουσ αρσ ) aràbile (επίθ.)
appuràre (ρ. μτβ.) arabìsmo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: