Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόapribócca
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,apriˈbokka] 1 στοματοδιαστολέας 2 φίμωτρο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |