Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόaprìre
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [aˈprire] ανοίγω aprìrsi ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [aˈprirsi] 1 ξεκαθαρίζω 2 διαφωτίζω 3 ξανοίγομαι 4 εκμυστηρεύομαι 5 αρχίζω 6 ανοίγω 7 ανοίγομαι 8 διασπώ 9 ραγίζω permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαvai ad aprire = άντε ν' ανοίξεις Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |