Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


àquila  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈakwila]

ο αϊτός, ο αετός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aptero aquilino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

apripista (ουσ αρσ και θηλ.)
aprire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aprirsi (ρ. μ. αμτβ.)
apriscatole (ουσ αρσ )
aptero (αρσ. επίθ και ουσ)
aquila (θηλ.ουσ)
aquilino (αρσ. επίθ και ουσ)
aquilone (ουσ αρσ )
aquilotto (ουσ αρσ )
ara (θηλ.ουσ)
arabescare (ρ. μτβ.)
arabescato (αρσ. επίθ και ουσ)
arabesco (αρσ. επίθ και ουσ)
Arabia (θηλ.ουσ)
arabico (αρσ. επίθ και ουσ)
arabile (επίθ.)
arabismo (ουσ αρσ )
arabista (ουσ αρσ και θηλ.)
arabo (ουσ αρσ )
arabo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---