Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aquilòtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [akwiˈlɔtto]

1 αετόπουλο
2 εκπαιδευόμενος πιλότος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aquilone ara  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

apriscatole (ουσ αρσ )
aptero (αρσ. επίθ και ουσ)
aquila (θηλ.ουσ)
aquilino (αρσ. επίθ και ουσ)
aquilone (ουσ αρσ )
aquilotto (ουσ αρσ )
ara (θηλ.ουσ)
arabescare (ρ. μτβ.)
arabescato (αρσ. επίθ και ουσ)
arabesco (αρσ. επίθ και ουσ)
Arabia (θηλ.ουσ)
arabico (αρσ. επίθ και ουσ)
arabile (επίθ.)
arabismo (ουσ αρσ )
arabista (ουσ αρσ και θηλ.)
arabo (ουσ αρσ )
arabo (επίθ.)
arachide (θηλ.ουσ)
aracnidi (ουσ αρσ πληθ.)
aracnoide (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---