Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


aprìle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [apˈrile]

ο Απρίλιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  aprico aprioristico  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


pesce [αρσ.] d'aprile = το πρωταπριλιακό ψέμα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

aprassia (θηλ.ουσ)
apribile (επίθ.)
apribocca (ουσ αρσ )
apribottiglie (ουσ αρσ )
aprico (επίθ.)
aprile (ουσ αρσ )
aprioristico (επίθ.)
apripista (ουσ αρσ και θηλ.)
aprire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
aprirsi (ρ. μ. αμτβ.)
apriscatole (ουσ αρσ )
aptero (αρσ. επίθ και ουσ)
aquila (θηλ.ουσ)
aquilino (αρσ. επίθ και ουσ)
aquilone (ουσ αρσ )
aquilotto (ουσ αρσ )
ara (θηλ.ουσ)
arabescare (ρ. μτβ.)
arabescato (αρσ. επίθ και ουσ)
arabesco (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---