Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


approvvigionaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [approvviʤonaˈmento]

1 τροφοδοσία
2 επισιτισμός
3 εφοδιασμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  approvazione approvvigionare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

approssimato (επίθ.)
approssimazione (θηλ.ουσ)
approvabile (επίθ.)
approvare (ρ. μτβ.)
approvazione (θηλ.ουσ)
approvvigionamento (ουσ αρσ )
approvvigionare (ρ. μτβ.)
approvvigionarsi (ρ. μ. αμτβ.)
approvvigionatore (ουσ αρσ )
appruamento (ουσ αρσ )
appruare (ρ. μτβ.)
appruarsi (ρ.μ. (αντων.))
appuntalapis (ουσ αρσ )
appuntamento (ουσ αρσ )
appuntare (ρ. μτβ.)
appuntarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appuntato (ουσ αρσ )
appuntellare (ρ. μτβ.)
appuntino (επίρ.)
appuntire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---