Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


appuntàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [appunˈtato]

υποδεκανέας πεζοναύτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  appuntarsi appuntellare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

appruarsi (ρ.μ. (αντων.))
appuntalapis (ουσ αρσ )
appuntamento (ουσ αρσ )
appuntare (ρ. μτβ.)
appuntarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appuntato (ουσ αρσ )
appuntellare (ρ. μτβ.)
appuntino (επίρ.)
appuntire (ρ. μτβ.)
appuntito (επίθ.)
appunto (ουσ αρσ )
appunto (επίρ.)
appuramento (ουσ αρσ )
appurare (ρ. μτβ.)
appuzzare (ρ. μτβ.)
aprassia (θηλ.ουσ)
apribile (επίθ.)
apribocca (ουσ αρσ )
apribottiglie (ουσ αρσ )
aprico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---