Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


appuntìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [appunˈtito]

1 μυτερός
2 οξύς
3 σουβλερός
4 αιχμηρός
5 κοφτερός
6 ακιδωτός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  appuntire appunto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

appuntarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appuntato (ουσ αρσ )
appuntellare (ρ. μτβ.)
appuntino (επίρ.)
appuntire (ρ. μτβ.)
appuntito (επίθ.)
appunto (ουσ αρσ )
appunto (επίρ.)
appuramento (ουσ αρσ )
appurare (ρ. μτβ.)
appuzzare (ρ. μτβ.)
aprassia (θηλ.ουσ)
apribile (επίθ.)
apribocca (ουσ αρσ )
apribottiglie (ουσ αρσ )
aprico (επίθ.)
aprile (ουσ αρσ )
aprioristico (επίθ.)
apripista (ουσ αρσ και θηλ.)
aprire (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---