Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


appuntaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [appuntaˈmento]

η αντάμωση, η συνάντηση, το ρανδεβού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  appuntalapis appuntare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


darsi appuntamento = δίνω ραντεβού


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

approvvigionatore (ουσ αρσ )
appruamento (ουσ αρσ )
appruare (ρ. μτβ.)
appruarsi (ρ.μ. (αντων.))
appuntalapis (ουσ αρσ )
appuntamento (ουσ αρσ )
appuntare (ρ. μτβ.)
appuntarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appuntato (ουσ αρσ )
appuntellare (ρ. μτβ.)
appuntino (επίρ.)
appuntire (ρ. μτβ.)
appuntito (επίθ.)
appunto (ουσ αρσ )
appunto (επίρ.)
appuramento (ουσ αρσ )
appurare (ρ. μτβ.)
appuzzare (ρ. μτβ.)
aprassia (θηλ.ουσ)
apribile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---