Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόappuntaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [appuntaˈmento] η αντάμωση, η συνάντηση, το ρανδεβού permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαdarsi appuntamento = δίνω ραντεβού Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |