Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


approvvigionatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [approvviʤonaˈtore]

1 τροφοδότης
2 επισιτιστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  approvvigionarsi appruamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

approvare (ρ. μτβ.)
approvazione (θηλ.ουσ)
approvvigionamento (ουσ αρσ )
approvvigionare (ρ. μτβ.)
approvvigionarsi (ρ. μ. αμτβ.)
approvvigionatore (ουσ αρσ )
appruamento (ουσ αρσ )
appruare (ρ. μτβ.)
appruarsi (ρ.μ. (αντων.))
appuntalapis (ουσ αρσ )
appuntamento (ουσ αρσ )
appuntare (ρ. μτβ.)
appuntarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appuntato (ουσ αρσ )
appuntellare (ρ. μτβ.)
appuntino (επίρ.)
appuntire (ρ. μτβ.)
appuntito (επίθ.)
appunto (ουσ αρσ )
appunto (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---